10.12.12


Το χειρότερο κομμάτι είναι όταν φεύγω από τη δουλειά και πηγαίνω προς το σπίτι. Αν υπάρχει ένας παρατηρητικός άνθρωπος στη διαδρομή, βλέπει κάθε μέρα, κατά τις εφτά, μια τρελή με καφέ μπουφάν, γκρί κασκόλ και βουρκωμένα μάτια να ρουφάει τη μύτη της.
Είμαι στενοχωρημένη και έχω αυτή τη στενοχώρια που φωλιάζει στο στομάχι σου και σε συνοδεύει όλη μέρα - από το πρωί που πλένεις τα δόντια σου μέχρι το βράδυ που σβήνεις το πορτατίφ. Στα μπαρ η Νάντια μού ετοιμάζει καινούργιους υποψήφιους (έναν τραπεζικό, ένα λογιστή, ένα γεωπόνο – σαν το ανέκδοτο) και θα ήθελα πολύ να κλείσω τα μάτια, να φιλήσω κάποιον από αυτούς και να μου πάρει τη στενοχώρια από το στομάχι, αλλά δεν μπορώ. Όχι ακόμα. Καταλήγουμε για άλλη μια φορά με εμένα να δακρύζω πάνω από τα ποτήρια με το κρασί και με την Ναν να ζητάει χαρτοπετσέτες από τον μπάρμαν, «ξέρω, ξέρω, χώρισε» λέει ο Αντρέας και κερνάει (άλλο ένα) σφηνάκι της παρηγοριάς.
Το πιο αστείο είναι η δεσμευμένη φίλη που με κοιτάζει και μου λέει ότι λίγο με ζηλεύει. Γιατί έχω, λέει, μπροστά μου το άγνωστο. Κάτι καινούργιο, φανταστικό με πολλά γέλια, αγκαλιές και πυροτεχνήματα που – δεν μπορεί – κάποια στιγμή θα έρθει. Την κοιτάζω μέσα από το φούτερ μου και σκέφτομαι ότι τελικά υπάρχει πάντα και η άλλη όψη του νομίσματος. Μετά θυμάμαι ότι αυτό είναι κάτι που το έλεγε Αυτός και μετανιώνω, για άλλη μια φορά, το smoky eyes.